μετεωρολογικός

μετεωρολογικός
-ή, -ό (Α μετεωρολογικός, -ή, -όν) [μετεωρολόγος]
(αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο
νεοελλ.
α) «μετεωρολογικός σταθμός» — ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών μετεωρολογικών στοιχείων και διαφόρων φυσικών φαινομένων
β) «μετεωρολογικό δελτίο» — δημοσίευμα που περιέχει τα αποτελέσματα παρατηρήσεων τών κυριότερων μετεωρολογικών φαινομένων μιας γεωγραφικής περιοχής επί ορισμένο χρονικό διάστημα, με βάση τα οποία γίνεται η πρόγνωση τού καιρού και πραγματοποιούνται κλιματολογικές μελέτες
γ) «μετεωρολογικό διάγραμμα» — διάγραμμα το οποίο παρουσιάζει τις μεταβολές τής ατμοσφαιρικής πίεσης, θερμοκρασίας, πυκνότητας, υγρασίας και άλλων μετεωρολογικών μεγεθών, αλλ. θερμοδυναμικό ή αδιαβατικό διάγραμμα
δ) «μετεωρολογικός δορυφόρος» — τεχνητός δορυφόρος εφοδιασμένος με κατάλληλες συσκευές για την ανίχνευση μετεωρολογικών φαινομένων και διαφόρων καιρικών συστημάτων και τη μετάδοση τών σχετικών στοιχείων στη Γη
ε) «μετεωρολογικός κλωβός» — μικρός ξύλινος θάλαμος με λευκά τοιχώματα, τοποθετημένος στο ύπαιθρο, στο πλαίσιο τών μετεωρολογικών σταθμών, ο οποίος περιέχει, συνήθως, υγρόμετρο, ψυχρόμετρο και θερμόμετρα μεγίστου και ελαχίστου
στ) «μετεωρολογικός χάρτης» — γεωγραφικός χάρτης πάνω στον οποίο αναγράφονται με σύμβολα και αριθμούς τα επικρατούντα μετεωρολογικά στοιχεία
αρχ.
1. έμπειρος στα ουράνια φαινόμενα, στη μετεωρολογία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Μετεωρολογικά
τίτλος πραγματείας τού Αριστοτέλους σχετικά με τη μετεωρολογία.
επίρρ...
μετεωρολογικώς και -ά
από μετεωρολογική άποψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μετεωρολογικός — skilled in meteorology masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη μετεωρολογία: Οι μετεωρολογικές προβλέψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετεωρολογικά — μετεωρολογικός skilled in meteorology neut nom/voc/acc pl μετεωρολογικά̱ , μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc/acc dual μετεωρολογικά̱ , μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογικῶν — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem gen pl μετεωρολογικός skilled in meteorology masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογικόν — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc acc sg μετεωρολογικός skilled in meteorology neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογικοῖς — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογικοί — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογικῆς — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογικῇ — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρολογική — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”